Translate

14/1/09

Το Μαριδάκι του χθες...και του σήμερα... Μνήμες-μυρωδιές-χρώματα!

Στην δεκαετία του 70, και 80 τα πράγματα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση όσον αφορά το περιβάλλον στο Μαριδάκι. Τότε που παιδιά ακόμη πηγαίναμε εκεί με τους γονείς μας και μέναμε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Αχ! Τι όμορφες εποχές! Αλλά και δύσκολες! Και να τι εννοώ…
Καταρχάς δεν υπήρχε δρόμος που να μπορεί να κατέβει αυτοκίνητο. Πρόσβαση από τον Αχεντρία δεν υπήρχε σχεδόν μέχρι το 1992.
Οι λιγοστές οικογένειες που παραθερίζαμε εκεί πηγαίναμε με το αυτοκίνητό μας ως το διπλανό χωριό τον Τσούτσουρο, (με πολύ ταλαιπωρία αφού ο δρόμος από τα Καστελιανά ως εκεί ήταν καρόδρομος).
Μετά φτάναμε στο Μαριδάκι από το μονοπατάκι που ξεκινάει από τον πέρα Τσούτσουρο. Μην φαντάζεσαι κάποιο μονοπάτι εύκολο. Είχε αυτοσχέδια χαρακτή από τους βοσκούς της περιοχής. Οπότε με το ζόρι χωρούσε ένα άτομο. Κι από κάτω γκρεμός…
Οπότε…
Μια 5μελής οικογένεια, με μικρά παιδιά δεν ήταν καθόλου εύκολο να μεταφέρει από το βουνό με τα πόδια αρκετές προμήθειες που θα την έφταναν για όλο το καλοκαίρι. Γιατί ξέχασα να σας πω, πως εκτός από δρόμο το Μαριδάκι δεν είχε ούτε ρεύμα. Οπότε όσο κρέας ή γάλα κι αν έπαιρνες μαζί σου αρχικά, έπρεπε να καταναλωθεί σε 2-3 μέρες το πολύ. Υπήρχαν 2-3 ψαροκάικα στον Τσούτσουρο. Κι αν είχες καλές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες τους σε μετέφεραν στο Μαριδάκι γλιτώνοντας σε από τον ποδαρόδρομο. Υπήρχε βέβαια και ο Νικολής (ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος εκείνο τον καιρό,( και τούτο τον καιρό επίσης.. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν…) που είχε επίσης βάρκα. Αλλά πώς να τον ειδοποιήσεις να έρθει να σε πάρει από τον Τσουτσουρο αφού δεν υπήρχε ούτε και τηλέφωνο; J
Δεν ήταν όμως και τόσο τραγικά τα πράγματα όσο ακούγονται σήμερα!
Ήταν κάτι διαφορετικό! Κάτι που μας έκανε να αναζητάμε τις ανέσεις της πόλης,
Και να τις εκτιμάμε περισσότερο όταν επιστρέφαμε σε αυτές.
Αν και οι δυσκολίες ήταν αρκετές, για μας ήταν πάντα ένας παράδεισος διαμονής. Μας άρεσε που δεν είχαμε τηλεόραση. Μας άρεσε που δεν είχαμε ψυγείο. Μας άρεσε που για να περάσει ευχάριστα η βραδιά, ανάβαμε φωτιές στην παραλία και ψήναμε ότι ψάρια είχαν πιάσει τα αγόρια της παρέας, παίζαμε δολοφόνο, σχεδιάζαμε την επόμενη μέρα, κουβεντιάζαμε και επικοινωνούσαμε ουσιαστικά.
Ο ήλιος όταν έβγαινε συνήθως μας έβρισκε να κολυμπάμε.
Θυμάμαι πως μπαίναμε στην θάλασσα το πρωί, διακόπταμε το μεσημέρι για φαγητό και λίγη ξεκούραση στην πηγή, και συνεχίζαμε να κολυμπάμε ως το απόγευμα.
Τα απογεύματα ήταν πολύ όμορφα.
Τα κορίτσια πήγαιναν βόλτα στην πλακούρα (αλατσομούρι) για κοχύλια αστερίες
Πεταλίδες και Χοχλίδια της θάλασσας. Ενώ τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο στην μεγάλη σπηλιά. Οι γονείς μας συνήθως ψάρευαν χτένια ανοιχτά του Μεγάλου Βράχου ή έριχναν τα δίχτυα με την δική μας βάρκα.
Βέβαια! Είχαμε και βάρκα! Μην φαντάζεσαι κάτι μεγάλο. Αλλά μας εξυπηρετούσε πολύ καλά! Το όνομά της ήταν «Αγ. Παντελεήμονας».
Είχαμε και δίχτυα και όταν είχε μπονάτσα τα ρίχναμε στην φουντάνα. Και πάντα πιάναμε ψάρια! Γύρω στα 5-6 κιλά. Κρατούσαμε για μας όσα θα τρώγαμε
και τα άλλα ο μπαμπάς τα έδινε σε οικογένειες που δεν είχαν βάρκα και δεν μπορούσαν να έχουν λίγο φρέσκο ψαράκι. Πολλές φορές είχαμε παρέα συναδέλφους της μαμάς και του μπαμπά με τα παιδιά τους. Εκείνες τις μέρες δεν περίσσευε και πολύ για να δώσουμε και σε άλλους! J
Αν μια μέρα πιάναμε αρκετό ψάρι δεν πηγαίναμε την επόμενη για ψάρεμα. Πάντα πιάναμε όσο χρειαζόμασταν. Προσέχαμε πολύ το περιβάλλον. Κι ας μην ήταν ακόμη η προστασία του πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Ήταν τόσο όμορφα! Ένας επίγειος παράδεισος! Θεωρούσαμε ιεροσυλία να κάνουμε κάτι που θα χαλούσε τη μαγεία.


Το Μαριδάκι ήταν ένα από τα λίγα μέρη στην Κρήτη που συνδύαζαν πηγή, ποτάμι με τρεχούμενο νερό όλο το χρόνο, βουνό, παραλία με πεντακάθαρα βότσαλα, πράσινα κρυστάλλινα νερά και 3 φυσικές σπηλιές! Αυτό θα μου πείτε δεν έχει αλλάξει και σήμερα. Κι όμως έχει αλλάξει! Όποιος στάθηκε τυχερός να γνωρίσει το Μαριδάκι του χθες, καταλαβαίνει πως δεν έχει καμία σχέση με το Μαριδάκι του σήμερα.
Το ποτάμι τότε ήταν πεντακάθαρο. Δεν έπεφταν απορρυπαντικά μέσα.
Και ζούσαν εκεί καβουράκια, χέλια και μπόλικα βατραχάκια. Τα βατραχάκια μάλιστα τις βραδιές που δεν φύσαγε ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές τους προειδοποιώντας μας για τον καύσωνα της επόμενης μέρας.
Ο βυθός της θάλασσας έσφυζε από ζωή. Τα είχε όλα: χταπόδια, πολύ ψαρί, καβούρια, αστερίες, κοχυλάκια πολύχρωμα, μέχρι και νερόφιδα που χάνοντας τον δρόμο τους από το ποτάμι βρισκόταν στην θάλασσα. Κανείς μας όμως δεν τα φοβόταν. Ούτε και τα πείραζε. Όλο το καλοκαίρι ήμασταν ένα με τη φύση!
Και τα παιδιά μας σήμερα είμαι σίγουρη πως έτσι νιώθουν. Κι ας μην μένουμε εκεί μαζί τους όλο το καλοκαίρι αλλά μόνο ένα μήνα. Κι ας μην έχει πολλά χέλια στο ποτάμι και ψάρια στην θάλασσα.
Το Μαριδάκι έχει ακόμα αυτό το κάτι που το κρατάει σταθερά πρώτο στις καρδιές μας. Την ίδια απόκοσμη όψη, και την διαφορετικότητα στον τρόπο ξεκούρασης. Έναν τρόπο απαλλαγμένο από τη δήθεν χλιδή. Με μια θάλασσα που αν και βεβαρημένη από την πολυκοσμία τους καλοκαιρινούς μήνες παραμένει ακόμη νούμερο ένα στην λάμψη, στα χρώματα και στα αρώματα…